“Ανοσολογία: Η περιπέτεια της βιολογικής ταυτότητας” (Αναστάσιος Γερμενής, 31/5/2022)


 

Συνεδρία υποδοχής του Καθηγητή κ. Αναστάσιου Γερμενή ως Αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών στις 19.00.

Την Τρίτη 31 Μαΐου 2022 και ώρα 19.00 μεταδόθηκε ζωντανά η συνεδρία υποδοχής του κ. Αναστάσιου Γερμενή, ομότιμου Καθηγητή Ανοσολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ως αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών.

Κατά τη διεξαγωγή της τελετής υποδοχής, παρουσία του Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών κ. Αντωνίου Ρεγκάκου και του Γενικού Γραμματέως κ. Χρήστου Ζερεφού, ο Ακαδημαϊκός κ. Χαράλαμπος Μουτσόπουλος παρουσίασε τον Καθηγητή Γερμενή, ο οποίος ακολούθως έδωσε ομιλία με θέμα “Ανοσολογία: Η περιπέτεια της βιολογικής ταυτότητας”.

 

 

Ο Αναστάσιος Γερμενής είναι Ομότιμος Καθηγητής Ανοσολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κεφαλονιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Ειδικεύθηκε στην Παθολογία στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών και εξειδικεύθηκε στην Ανοσολογία στα Κεντρικά Εργαστήρια της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού (Βέρνη). Εργάστηκε επί σειράν ετών στο Εθνικό Κέντρο Ιστοσυμβατότητας (Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών), όπου ασχολήθηκε με την Ανοσολογία των Μεταμοσχεύσεων και διετέλεσε, επίσης, Διευθυντής της Υπηρεσίας Συντονισμού Μεταμοσχεύσεων. Από τη συγκεκριμένη θέση συνέβαλε σημαντικά στη μεταφορά ανοσολογικής τεχνογνωσίας από εργαστήρια του Εξωτερικού (κυρίως από το Columbia Presbyterian Hospital, New York και το Hôpital Saint Louis, Paris) και στην εφαρμογή συστημάτων ελέγχου ποιότητας και πιστοποίησης των ανοσολογικών εργαστηρίων.

Στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου υπηρέτησε τα τελευταία 20 χρόνια, ίδρυσε και διηύθυνε το Εργαστήριο Ανοσολογίας & Ιστοσυμβατότητας, καθώς και το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Κλινικές Εφαρμογές Μοριακής Ιατρικής». Από αυτή τη θέση εστιάστηκε ερευνητικά στην κβαντική ανοσολογία, στην ανοσογενετική και στη μελέτη των πρωτοπαθών ανοσοανεπαρκειών, με διεθνώς ανεγνωρισμένη συμβολή στη γενετική του κληρονομικού αγγειοοιδήματος. Έχει επιβλέψει την εκπόνηση 24 διδακτορικών διατριβών και είχε ενεργό συμμετοχή στη λειτουργία διαφόρων οργάνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις επιπτώσεις της ψηφιακής τεχνολογίας και με τις αλλαγές που επέφερε στην Ιατρική Εκπαίδευση και στο Βιοϊατρικό Τύπο. Έχει εκδώσει τρία βιβλία Ανοσολογίας, δύο πραγματείες πάνω στη Φιλοσοφία της Επιστήμης («Από τον Γουτεμβέργιο στο Internet» και «Ανοσία: Αλληγορία και πραγματικότητα») και δύο ποιητικές συλλογές («Μπορεί και να λεγόταν… Beagle» και «Εμός ει συ»). Έχει διατελέσει, επί σειράν ετών, και συνεχίζει να είναι Διευθυντής Σύνταξης, μέλος των συντακτικών επιτροπών και κριτής εργασιών πολλών ελληνικών και ξένων επιστημονικών περιοδικών. Για τη συμβολή του στην ανάπτυξη του Ιατρικού Τύπου έχει βραβευθεί (2004) από την Ακαδημία Αθηνών. Έχει, επίσης, διατελέσει αξιολογητής ερευνητικών προτάσεων σε πολλούς ελληνικούς και ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς φορείς, καθώς και μέλος της οργανωτικής επιτροπής πολλών ελληνικών και ξένων επιστημονικών συνεδρίων.

 


Ανοσολογία: Η περιπέτεια της βιολογικής ταυτότητας (Περίληψη ομιλίας)

Ο προσδιορισμός της ταυτότητας αντιπροσωπεύει ένα από τα θεμελιωδέστερα ζητήματα της Βιολογίας. Πώς, για παράδειγμα, τα διάφορα ζώα αναγνωρίζουν τα ζώα του ιδίου είδους, ώστε να γονιμοποιούνται μόνο μεταξύ τους και να μη κανιβαλίζονται; Παρομοίως, η αναγνώριση της ταυτότητας του οργανισμού ή των επιμέρους “ιδίων” στοιχείων του αποτελεί προϋπόθεση της προστασίας των ορίων του, δηλαδή της ανοσίας. Το γεγονός αυτό ανάγει την Ανοσολογία στην κατ’ εξοχήν επιστήμη μελέτης της βιολογικής ταυτότητας. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις της ανοσίας που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της Ανοσολογίας, είχαν ως αποτέλεσμα αντίστοιχες διαφοροποιήσεις της έννοιας της βιολογικής ταυτότητας.

Η Θεωρία της Επιλογής των Κλώνων υπήρξε η πρώτη ολοκληρωμένη θεωρητική πρόταση που έμελλε να χαρίσει στην Ανοσολογία την επιστημολογική της αυτονομία και να την καταστήσει βασικό συντελεστή του γενικότερου θαύματος της βιοϊατρικής έρευνας του δεύτερου ημίσεος του 20ού αιώνα. Βασική αρχή αυτής της θεωρίας ήταν η ικανότητα του λεμφοκυττάρου να διακρίνει τα “ίδια” από τα “ξένα” στοιχεία του οργανισμού, μέσα στα πλαίσια μιας δογματικής, μηχανιστικής αντίληψης που θεωρούσε τον οργανισμό σαν «κάστρο» και το ανοσιακό σύστημα ως την άμυνά του. Η διάκριση του “ιδίου” από το “ξένο”, όμως, ισοδυναμούσε ουσιαστικά με τη δυνατότητα του ανοσιακού συστήματος να αναγνωρίζει το “ξένο”. Παράλληλα, το “ίδιο” δεν κατόρθωσε να αποκτήσει ποτέ οντολογική υπόσταση. Τουλάχιστον δέκα διαφορετικοί ορισμοί του “ιδίου” απαντώνται στη βιβλιογραφία, τα εννοιολογικά ερείσματα των οποίων καλύπτουν ένα ολόκληρο φάσμα που εκτείνεται από τον απόλυτο γενετικό αναγωγισμό μέχρι την οργανισμική πολυπλοκότητα. Σε βαθμό, μάλιστα, που το ανοσολογικό “ίδιο” να θεωρείται, εντέλει, ως ένα νοητικό μόρφωμα, ένα πολύμορφο και ασαφές θεωρητικό κατασκεύασμα, καθόλα σύμφωνο με μια μοναδολογική αντίληψη της ταυτότητας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η παραπάνω αντίληψη του “ιδίου” αμφισβητήθηκε σοβαρά, γεγονός που διαφοροποίησε ουσιαστικά την αντίληψη της ανοσολογικής ταυτότητας. Στον πυρήνα της αμφισβήτησης ήταν ένας προσδιορισμός του “ιδίου”, σύμφωνα με τον οποίο το “ίδιο” προσδιορίζεται εμμέσως ως εκείνο που δεν αναγνωρίζεται ως “λοιμώδες μη-ίδιο”. Ο προσδιορισμός αυτός υπερέβαινε τα όρια του λεμφοκυττάρου, έθετε θέμα καθορισμού του από το περιβάλλον της ανοσιακής απάντησης και μετακινούσε τον ορισμό του “ιδίου” προς μια πιο οργανισμική κατεύθυνση. Κατ’ επέκταση αυτής της αντίληψης, διατυπώθηκε η άποψη ότι οι ιδιότητες του “ιδίου” και του “ξένου” δεν αναφέρονται σε σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά στον ανά πάσα στιγμή δυναμικό χαρακτηρισμό του αντιγόνου, ως επικίνδυνου ή ακίνδυνου, από τα ίδια τα κύτταρα του οργανισμού (Θεωρία του Κινδύνου). Οι παραπάνω προτάσεις, εντούτοις, δεν ανέδειξαν κάποιον ουσιαστικό μετασχηματισμό της έννοιας του “ιδίου”. Το “ίδιο” συνέχισε να ορίζεται μέσα στο εννοιολογικό πλαίσιο της διατήρησης της ακεραιότητας του οργανισμού και να εμπεριέχει μια ουσιοκρατική και μια μοναδολογική αντίληψη της ταυτότητας προσκολλημένη στην ακεραιότητα, την εσωτερικότητα και την περιχαράκωση.

Η μετέπειτα αποκάλυψη της ικανότητας των λεμφοκυτταρικών υποδοχέων να αναγνωρίζουν πολλαπλά “ίδια” και “ξένα” αντιγόνα και η διαλεύκανση του φαινομένου της φυσικής αυτοανοσίας οδήγησαν σε σημαντική διαφοροποίηση από τις παραπάνω θέσεις. Το εννοιολογικό πρόταγμα της φυσικής αυτοανοσίας είναι ότι τη βάση της εξελικτικής διαφοροποίησης και της φυσιολογικής λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος δεν αποτελεί η αναγνώριση του “ξένου” αλλά του “ιδίου”.  Αυτή η αντίφαση της έννοιας της φυσικής αυτοανοσίας με τη Θεωρία της Επιλογής των Κλώνων υπαγορεύει το ριζικότερο μέχρι σήμερα μετασχηματισμό της έννοιας του “ιδίου”. Το «νέον “ίδιο”» εμπεριέχει αναγκαστικά την αντίληψη της συνέχειας της ταυτότητας, της οποίας καταργεί πλέον τον μοναδολογικό χαρακτήρα που της προσέδιδε μέχρι τώρα.

Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν είχε αναγνωριστεί κανένα βιολογικό ισοδύναμο αυτής της ουσιοκρατικής αντίληψης της ταυτότητας, την οποία προβάλει η Ανοσολογία, μας παρακίνησε να διερευνήσουμε το ενδεχόμενο της ύπαρξης κάποιου υποατομικού του ορίσματος. Το γεγονός ότι, πρώτον, κατορθώσαμε να προσδιορίσουμε κβαντικές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες συσχετίζονται ισχυρά με την ανοσογονικότητα των πεπτιδίων, και δεύτερον, ότι αναγνωρίσαμε παραμέτρους αυτών των κβαντικών αλληλεπιδράσεων, οι οποίες είναι αυστηρά διακριτές στην περίπτωση της αναγνώρισης φυσικών πεπτιδίων, πείθει ότι στο υποατομικό επίπεδο υπάρχει πράγματι κάποιο όρισμα της ταυτότητας του υποκειμένου.

Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πάντως, μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα, η Ανοσολογία δεν είχε κατορθώσει να απομακρυνθεί από την αντίληψη της πυρηνικά προστατευμένης ταυτότητας που κυριαρχούσε στις επιστήμες της ζωής. Θεμελιώδης αλλαγή της αντίληψης που προβάλει η Ανοσολογία για τη βιολογική ταυτότητα, επήλθε ως αποτέλεσμα της συρροής των ενδείξεων που υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση του ολοβιώματος του οργανισμού αποτελεί προϋπόθεση της οντογένεσης και της επιτυχούς λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος και ότι η ανοσία είναι ο μεσολαβητής των ανταγωνιστικών και συνεργατικών σχέσεων, η ισορροπία των οποίων επιτρέπει την ομαλή συμβίωση. Πρόκειται για μια ομοιοστατική συνθήκη που μεταθέτει την έννοια της ανοσίας πολύ κοντά προς την αντίληψη της ισορροπίας.

Το όρισμα του ολοβιώματος απαιτεί κριτήρια οριοθέτησης και αυτονομίας υπό την έννοια της λειτουργικής ανεξαρτησίας. Από ανοσολογική άποψη και καθώς η ανοσολογική ταυτότητα προσαρμόζεται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ο καθορισμός των κριτηρίων της σύστασης και της ισορροπίας των οργανισμικών συνόλων είναι μια δυναμική διαδικασία. Ο οργανισμός μας, μ’ άλλα λόγια, ορίζεται πλέον δυναμικά και ο προσδιορισμός του "ιδίου" είναι ζήτημα των διαλεκτικών σχέσεων που ανά πάσα στιγμή ρυθμίζουν αυτή τη δυναμική. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το ανοσολογικό “ίδιο” ορίζεται πλέον γενικώς ως ο,τιδήποτε συμμετέχει, σε κάποιο βαθμό, την κάθε χρονική στιγμή, στη διαμόρφωση του ασαφούς συνόλου του ατόμου. Ένας ορισμός που συγκλίνει με τις αρχές της αναπτυξιακής βιολογίας και με τον οικοανοσολογικό προσδιορισμό του ατόμου. Αυτή τη φορά, η Ανοσολογία δεν δανείζεται, αλλά προβάλει στη φιλοσοφία μια δική της πρόκληση. Μια πρόκληση που δικαιωματικά την ανάγει σε «επιστήμη της βιολογίας»!